κτισματολατρία

κτισματολατρία
η (Α κτισματολατρεία) [κτισματολάτρης]
η λατρεία τών δημιουργημάτων αντί τού δημιουργού τους, ειδωλολατρία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”